- όνομα
- Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια, τα μέρη του λόγου. Προπάντων οι Στωικοί δημιούργησαν την ορολογία, η οποία, μέσω της λατινικής γραμματικής, έγινε κοινή κληρονομιά όλων των λαών: σε αυτούς ανήκουν οι λέξεις ουδέτερα, πτώσης, ονομαστική, γενική κ.ά., που σχετίζονται με το όνομα. Στη σύγχρονη γλωσσολογία, ως ό. εννοείται με την ευρύτερη έννοια κάθε κλιτό μέρος του λόγου· με τη στενή έννοια εννοείται το ουσιαστικό, δηλαδή μια κλιτή λέξη που δηλώνει ένα oν έμψυχο ή άψυχο ή ένα πράγμα. Στις ινδοευρωπαϊκές γλώσσες αρχαϊκού τύπου (και στις σύγχρονες που διατηρούν το κλιτικό σύστημα), το ό. χαρακτηρίζεται από την κλίση (αναφέρονται εδώ οι τρεις κλίσεις της αρχαίας ελληνικής ή οι πέντε κλίσεις της λατινικής), όπως αυτή δηλώνεται με την ονομαστική των ο. και τις διάφορες μορφολογικές μεταπτώσεις τους, ανάλογα με τις καταλήξεις· στις γλώσσες σύγχρονου τύπου, η κλίση περιορίζεται στο να διακρίνει τον αριθμό (ενικός, πληθυντικός) και το γένος (αρσενικό, θηλυκό και κάποτε ουδέτερο).
Στην παραδοσιακή μορφολογική γραμματική τα ο. είναι αντικείμενο πολλαπλών ταξινομήσεων (π.χ. ό. κύριο και ο. παράγωγο, ο. περιληπτικό, ο. αφηρημένο και ο. συγκεκριμένο), που σήμερα η επιστημονική γλωσσολογία τις αναθεωρεί. Πρόκειται, ειδικά, για τη διάκριση μεταξύ του συγκεκριμένου και του αφηρημένου ο. Η διάκριση πάντως αυτή, εκτός από την ελάχιστη χρησιμότητα της (επιβάλλεται δίχως κανένα λόγο ακόμα και σήμερα από πολλά σχολικά εγχειρίδια γραμματικής και συντακτικού), δύσκολα δικαιολογείται. Ως συγκεκριμένο δεν λέγεται σαφώς τι πρέπει να εννοηθεί, και αν ειπωθεί, δίνονται ορισμοί που οδηγούν σε επακόλουθα περίεργα: για παράδειγμα λέγουν κάποτε οι γραμματικές ότι συγκεκριμένο είναι το ο. που υποδηλώνει ό,τι γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις, και περιπλέκονται ύστερα σε πολύπλοκες συζητήσεις για να εξηγήσουν γιατί λέξεις όπως, ψυχή, θεός, άγγελος ή ηλεκτρόνιο είναι παρομοίως συγκεκριμένες, παρόλο που τα σχετικά αντικείμενα διαφεύγουν από την κανονική αισθητήρια αντίληψη.
(Νομ.) Η νομική αναγνώριση και προστασία του ο. παρουσιάζει πολύπλευρο νομικό ενδιαφέρον. Το δημόσιο δίκαιο προβλέπει την υποχρεωτική εγγραφή στα ληξιαρχικά βιβλία, την έκδοση ταυτότητας με τα στοιχεία του ο. κλπ., και δεν επιτρέπει την μεταβολή του ο. χωρίς τη μεσολάβηση της δημόσιας αρχής. Στο ο. περιλαμβάνεται το κύριο ό. (ή βαπτιστικό, επειδή αποκτάται με τη βάπτιση) και το επώνυμο (ή οικογενειακό)· προς αποφυγή συνωνυμίας προσθέτεται, κατά τις περιπτώσεις, το κύριο ο. του πατέρα ή της μητέρας: οι περιπτώσεις αυτές καθορίζονται ειδικότερα από τις διατάξεις του A.K., που προβλέπουν γενικά την κτήση του πατρικού επώνυμου από τα νόμιμα ή τα νομιμοποιηθέντα τέκνα, καθώς και από τα θετά, ενώ τα εξώγαμα παίρνουν το ό. της μητέρας. Η σύζυγος αποκτά το ό. του συζύγου, μπορεί όμως να προσθέσει και το δικό της επώνυμο· δεν αποβάλλει το επώνυμο του συζύγου παρά μόνο σε περίπτωση διαζυγίου ή νέου γάμου. Η αστική προστασία του ο. καθιερώθηκε με το άρ. 58 A.K., αφού είχε εισαχθεί προηγούμενα στο νομολογιακό δίκαιο: το άρθρο αυτό παρέχει στο πρόσωπο, που δικαιούται να φέρει ένα ορισμένο o., δικαστική προσφυγή για να αποκρούσει κάθε σχετική αμφισβήτηση ή παράνομη χρήση, καθώς και αξίωση αποζημίωσης. Η θεωρία δέχεται ότι το δικαίωμα επί του ο. δεν είναι αυτοτελές, αλλά εκδήλωση της προσωπικότητας, όπως η τιμή, η ελευθερία, η εικόνα (φωτογραφία) κλπ. Αλλού, όπως στη Γαλλία, γίνεται λόγος για πραγματικό δικαίωμα κυριότητας επί του ο.
Πρέπει να σημειωθεί ότι γενικά στην προστασία του ο. περιλαμβάνεται και το φιλολογικό ό. ή το ψευδώνυμο, καθώς και η επωνυμία των εμπορικών επιχειρήσεων. Η εμπορική επωνυμία έτυχε άλλωστε νομοθετικής προστασίας στην Ελλάδα πολύ νωρίτερα, με ειδικές διατάξεις.
* * *το (ΑΜ ὄνομα, Α αιολ. και δωρ. τ. ὄνυμα και λακων. τ. ἔνυμα και ποιητ. τ. οὔνομα)1. κάθε λέξη με την οποία δηλώνεται πρόσωπο, ζώο ή πράγμα, καθώς και πράξη, κατάσταση ή ιδιότητα (α. «όνομα ουσιαστικό» β. «όνομα επίθετο»)2. φήμη, δόξα3. γραμμ. ένα από τα κλιτά μέρη τού λόγου (α. «κύριο όνομα» — όνομα ορισμένου προσώπου, ζώου ή πράγματοςβ. «όνομα προσηγορικό» — όνομα όχι για κάτι μεμονωμένο αλλά για ολόκληρη τάξη πραγμάτων ή ζώωνγ«όνομα επίθετο» — λέξη που δηλώνει την ποιότητα ή την ιδιότητα ενός ουσιαστικού)4. φρ. α) «εν ονόματι» — δυνάμει κάποιου, βάσει κάποιουβ) «επ' ονόματι» — στο όνομα κάποιουνεοελλ.1. λέξη δηλωτική συγκεκριμένου φυσικού προσώπου, βαπτιστικό2. επώνυμο3. φρ. α) «έχω [ή είναι] το όνομά μου» — γιορτάζω την επέτειο τής ονομαστικής μου γιορτήςβ) «όνομα και πράγμα» — το όνομα κάποιου ανταποκρίνεται πραγματικά στις ιδιότητές τουγ) «για όνομα τού Θεού [τού Χριστού ή τής Παναγίας]» — επιφώνηση η οποία εκφράζει έντονη προτροπή ή διαμαρτυρίαδ) «όνομα και μη χωριό» — πρόσωπο γνωστό που δεν θέλει κάποιος να κατονομάσειε) «αφήνω [βγάζω] όνομα» — φημίζομαι για κάτι καλό ή, συνηθέστερα, για κάτι κακόστ) «ο τάδε, ο δείνα με τ' όνομα» — ο ξακουστός, ο περίφημος ή ο περιβόητος, ο διαβόητοςζ) «κατ' όνομα» ή «ψιλῴ ονόματι» — στα λόγια, φαινομενικάη) «εξ ονόματος κάποιου» — εκ μέρους ή κατ' εντολήν ή για λογαριασμό κάποιουθ) «γνωρίζω κάποιον εξ ονόματος» ή «γνωρίζω κάποιον κατ' όνομα» — γνωρίζω μόνον το όνομα κάποιου, δεν τόν γνωρίζω προσωπικώςι) «κάποιος ονόματι...» — κάποιος που ονομάζεται..., που φέρει το όνομα...ια) (στον Ερωτόκριτο) «για όνομά μου» — για χάρη μουιβ) (στην Ερωφίλη) «απ' όνομά μου» — εκ μέρους μου4. παροιμ. α) «άλλος έχει τ' όνομα κι άλλος τη χάρη» — άλλος φημίζεται και άλλος πραγματικά αξίζει τη φήμηβ) «κάλλιο να σού βγει το μάτι παρά τό όνομα» — δεν υπάρχει τίποτε χειρότερο από τη δυσφήμησημσν.-αρχ.πρόσωπο («ἦν τε ὄχλος ὀνομάτων ἐπὶ τὸ αὐτὸ ὡς ἑκατὸν εἴκοσι», ΚΔ)αρχ.1. συμβατική ονομασία προσώπου ή πράγματος σε αντιδιαστολή προς το πραγματικό πρόσωπο ή πράγμα2. γραμματικός όρος που δήλωνε κάθε λέξη, σε αντιδιαστολή προς το ρήμα3. πρόσχημα, πρόφαση4. τα λόγια, σε αντιδιαστολή προς τα έργα, τις πράξεις («κρεῑσσον δὲ τοὔργον, εἴπερ ἐκσώσει γέ σε ἤ τοὔνομα», Ιπποκρ.)5. η δύναμη ή η ισχύς την οποία παρέχει κάποιο όνομα ή η επίκληση ενός ονόματος6. (σε δοσοληψίες) λογαριασμός7. στον πληθ. τεχνικοί όροι («καὶ ὀνόματα μαθεῑν τὰ ἐν ναυτικῇ», Ξεν.)8. φρ. α) «ἐν ὀνόματι είμι» — είμαι πολύ γνωστός, είμαι ξακουστόςβ) «ὄνομα τῆς σωτηρίας» — σωτηρίαγ) «ὄνομα ὁμιλίας» — ομιλίαδ) «ὄνομα βλασφημίας» — βλασφημίαε) «ὄνομα τῆς εὐγενείας» — ευγένειαστ) «ἔχω ὀνόματός τίνος» — έχω κάτι για λογαριασμό τού αναγραφόμενου προσώπουζ) «ὀνόματι ἰδιωτικῇς» — στο κεφάλαιο τών ιδιωτικών κτημάτων.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὄνο-μα εντάσσεται στη μεγάλη σειρά τών ουδ. σε -μα (< *-mn, γεν. -mntos, πρβλ. θαύμα) με συγγενέστερο τύπο °στην ΙΕ το αρμ. anun. Η λ. συνδέεται και με τα: λατ. nomen, αρχ. ινδ. nāma, αβεστ. nāma, γοτθ. namo, χεττιτ. lāman (με ανομοίωση τού -η- σε -l-), αλβ. emer, emen και αρχ. πρωσ. emmens (πρβλ. λακων. τ. ἔνυμα στο ανθρωπωνύμιο Ἐνυμακρατίδας). Από τη μελέτη τών προηγούμενων τ. οδηγούμαστε σε τρεις διαφορετικές μορφές τής ίδιας ρίζας, τής οποίας τόσο η αρχική μορφή όσο και ο τρόπος με τον οποίο διαμορφώθηκε στις διάφορες ινδοευρωπαϊκές γλώσσες είναι δύσκολο να εξακριβωθούν: 1) *en(o)mn- (πρβλ. αλβ. emen, λακων. ἔνυμα)2) *(o)nomn- (πρβλ. ὄνομα, αρμ. anun)3) *nōmn- (πρβλ. λατ. nōmen, αρχ. ινδ. nāma). Ως αρχική μορφή τής ρίζας έχει προταθεί ο τ. *-sen- με λαρυγγικό φθόγγο και επίθημα σε -m-. Από τη ρίζα αυτή με παρέκταση *-men σχηματίστηκε η μορφή *ә1on-m-en, που έδωσε αρχ. τύπο *ὄνμα και ὄνομα / ὄνυμα, με ανάπτυξη φωνήεντος. Τής ίδιας ρίζας μορφή *әnom-en έδωσε τα λατ. nomen, αρχ. ινδ. nāma κλπ. Σύμφωνα με άλλη πρόταση, ως αρχική ρίζα θα πρέπει να θεωρηθεί η *nōmn- / *nmen, χωρίς λαρυγγικό φθόγγο, οπότε το αρκτ. φωνήεν (ο-) τής Ελληνικής και Αρμενικής αποτελούν προθεματικό φωνήεν, πολύ συχνό στις γλώσσες αυτές. Περαιτέρω προβλήματα παρουσιάζει και η εναλλαγή τών φωνηέντων -ο- και -υ- στους τ. ὄνομα τής ιων-αττ. και ὄνυμα τής αιολ. διαλέκτου (πρβλ. σύνθ. σε -ώνυμος), αντίστοιχα. Κατά μία άποψη, ο αιολ. τ. ὄνυμα πρέπει να ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας που αντιπροσωπεύεται με φωνήεν -υ-, πιθ. λόγω τής επίδρασης κάποιου ηχηρού λαρυγγικού φθόγγου (πρβλ. νύξ, ὄνυξ), ενώ κατ' άλλους ο τ. έχει προέλθει από τον τ. ὄνομα με ανομοιωτική τροπή τού δεύτερου -ο- σε -υ-. Η λ. ὄνομα εμφανίζεται ως β' συνθετικό σε μεγάλο αριθμό σύνθ. με τις μορφές -ώνυμος (πρβλ. ομ-ώνυμος), -ωνύμιο(ν) (πρβλ. επ-ωνύμιο[ν], τοπ-ωνύμι[ο]) και -ώνυμο (πρβλ. ψευδ-ώνυμο) με έκταση «εν συνθέσει».ΠΑΡ. ονομάζω, ονοματίζω, ονοματικός, ονοματώδηςαρχ.ονομαίνω, ονομάτιον.ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) ονοματοθέτης, ονοματολόγοςαρχ.ονομακλήτωρ, ονομάκλυτος, ονοματογραφία, ονοματοθήρας, ονοματομάχος, ονοματοποιός, ονοματουργόςμσν.ονοματογράφοςνεοελλ.ονοματεπώνυμο, ονοματοκρατία, ονοματολάτρες, ονοματολογία, ονοματομανία, ονοματοπαίγνιο. (Β' συνθετικό -ώνυμος) ανώνυμος, διώνυμος, επώνυμος, ετερώνυμος, ευώνυμος, ιδιώνυμος, ιερώνυμος, κακώνυμος, μεγαλώνυμος, ομώνυμος, παρώνυμος, περιώνυμος, πολυώνυμος, συνώνυμος, ταυτώνυμος, τριώνυμος, φερώνυμος, χριστεπώνυμος, χριστώνυμος, ψευδώνυμοςαρχ.αιτιώνυμος, αντιπαρώνυμος, αρτιώνυμος, αυτεπώνυμος, γαλεώνυμος, δεξιώνυμος, δισώνυμος, δυσώνυμος, εναντιώνυμος, ερατώνυμος, θηριώνυμος, ισώνυμος, καλλιώνυμος, καλώνυμος, κυθνώνυμος, κυθώνυμος, μειώνυμος, μετώνυμος, μικρώνυμος, μυριώνυμος, νώνυμος, ορθώνυμος, ουλαμώνυμος, παντώνυμος, πατρώνυμος, πεντώνυμος, περισσώνυμος, πηρώνυμος, προσώνυμος, προώνυμος, πτερώνυμος, σακκώνυμος, σκολοπώνυμος, συνομώνυμος, τετραώνυμος, υπερώνυμος, φυτώνυμος, χαριτώνυμος, χρυσεπώνυμοςνεοελλ.αγιώνυμος, ανεπώνυμος, δυσώνυμος, μονώνυμος, ποικιλώνυμος, συνεπώνυμος. (Β' συνθετικό -ώνυμο) νεοελλ. διώνυμο, επώνυμο, ετερώνυμο, ιδιώνυμο, κυριώνυμο, μητρώνυμο, μονώνυμο, οδώνυμο, ομώνυμο, ονοματεπώνυμο, παρεπώνυμο, παρώνυμο, πατρώνυμο, πολυώνυμο, συνώνυμο, τριώνυμο, ψευδώνυμο. (Β' συνθετικό σε -ωνύμιο[ν]) επωνυμιών)αρχ.ανδρωνύμιον, προωνύμιοννεοελλ.οδωνύμιο, παρωνύμιο, προσωνύμιο, τοπωνύμιο].
Dictionary of Greek. 2013.